ὄφις

ὄφις
ὄφῐς (-ιν, -ιες, -ίων, -ιας.)
1 snake κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν (sc. Ἰάσων) P. 4.249 παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς of the Gorgons' heads P. 12.9

δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45

]ὄφιες θεόπομπ[οι of the snakes sent to destroy the infant Herakles Pae. 20.8

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …   Dictionary of Greek

  • Ὄφις — Ὄφῑς , Ὄφις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ὄφις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄφις — ὄφῑς , ὄφις serpent masc acc pl (epic doric ionic aeolic) ὄφις serpent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφίς — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * το 1. δωμάτιο υπηρεσίας 2. μικρός διάδρομος που συνδέει τα υπνοδωμάτια και το λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Φόρεϊν Όφις — το, Ν άκλ. το αγγλικό υπουργείο Εξωτερικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Foreign Office] …   Dictionary of Greek

  • ουροβόρος όφις — Φίδι που κουλουριάζεται και δαγκώνει την ουρά του. Ο ο.ο. λατρευόταν στους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους στη Φρυγία, ως έμβλημα της υπέρτατης δύναμης, της φρόνησης και της μυστηριακής γνώσης. Οι λάτρες του ονομάζονταν οφείτες και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Φόρεϊν όφις — το άκλ. (λ. αγγλ.), το υπουργείο των Eξωτερικών του Hνωμένου Bασιλείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὄφει — Ὄφις fem nom/voc/acc dual (attic epic) Ὄφεϊ , Ὄφις fem dat sg (epic) Ὄφις fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄφει — ὄφις serpent masc nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) ὄφεϊ , ὄφις serpent masc dat sg (epic doric ionic) ὄφις serpent masc dat sg (attic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄφεις — Ὄφις fem nom/voc pl (attic epic) Ὄφις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄφεις — ὄφις serpent masc nom/voc pl (attic epic doric ionic) ὄφις serpent masc nom/acc pl (attic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”